φαιδρύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαιδρύνω < αρχαία ελληνική φαιδρύνω < φαιδρός

Ρήμα

φαιδρύνω

  1. δίνω πιο χαρούμενο και ανάλαφρο χαρακτήρα σε κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολική σοβαρότητα ή κατήφεια

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φαιδρύνω < φαιδρός < φαίνω < φάω

Ρήμα

φαιδρύνω

  1. λαμπρύνω, καθαρίζω
  2. (μεταφορικά) χαροποιώ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.