φίλυπνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φίλυπνος | η | φίλυπνη | το | φίλυπνο |
| γενική | του | φίλυπνου | της | φίλυπνης | του | φίλυπνου |
| αιτιατική | τον | φίλυπνο | τη | φίλυπνη | το | φίλυπνο |
| κλητική | φίλυπνε | φίλυπνη | φίλυπνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φίλυπνοι | οι | φίλυπνες | τα | φίλυπνα |
| γενική | των | φίλυπνων | των | φίλυπνων | των | φίλυπνων |
| αιτιατική | τους | φίλυπνους | τις | φίλυπνες | τα | φίλυπνα |
| κλητική | φίλυπνοι | φίλυπνες | φίλυπνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φίλυπνος < αρχαία ελληνική φίλυπνος < φίλος + ὕπνος < πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < *swep- (κοιμάμαι) + *-nós
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.li.pnos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φίλυπνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.