φέξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φέξιμο | τα | φεξίματα |
| γενική | του | φεξίματος | των | φεξιμάτων |
| αιτιατική | το | φέξιμο | τα | φεξίματα |
| κλητική | φέξιμο | φεξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.