παραβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραβατικός | η | παραβατική | το | παραβατικό |
| γενική | του | παραβατικού | της | παραβατικής | του | παραβατικού |
| αιτιατική | τον | παραβατικό | την | παραβατική | το | παραβατικό |
| κλητική | παραβατικέ | παραβατική | παραβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραβατικοί | οι | παραβατικές | τα | παραβατικά |
| γενική | των | παραβατικών | των | παραβατικών | των | παραβατικών |
| αιτιατική | τους | παραβατικούς | τις | παραβατικές | τα | παραβατικά |
| κλητική | παραβατικοί | παραβατικές | παραβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραβατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
παραβατικός -ή -ό
- που αφορά έναν θεαματικό κόσμο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παράβαση
Μεταφράσεις
παραβατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.