υποφαινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποφαινόμενος | η | υποφαινόμενη | το | υποφαινόμενο |
| γενική | του | υποφαινόμενου | της | υποφαινόμενης | του | υποφαινόμενου |
| αιτιατική | τον | υποφαινόμενο | την | υποφαινόμενη | το | υποφαινόμενο |
| κλητική | υποφαινόμενε | υποφαινόμενη | υποφαινόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποφαινόμενοι | οι | υποφαινόμενες | τα | υποφαινόμενα |
| γενική | των | υποφαινόμενων | των | υποφαινόμενων | των | υποφαινόμενων |
| αιτιατική | τους | υποφαινόμενους | τις | υποφαινόμενες | τα | υποφαινόμενα |
| κλητική | υποφαινόμενοι | υποφαινόμενες | υποφαινόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
υποφαινόμενος
- (λόγιο) ονομασία που χρησιμοποιεί κάποιος που γράφει ή μιλάει για να αναφερθεί ευγενικά ή ειρωνικά στον εαυτό του
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υποφαινόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.