υπονομεύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπονομεύτρια οι υπονομεύτριες
      γενική της υπονομεύτριας των υπονομευτριών
    αιτιατική την υπονομεύτρια τις υπονομεύτριες
     κλητική υπονομεύτρια υπονομεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπονομεύτρια < υπονομευτής + -τρια

Ουσιαστικό

υπονομεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.