υπονομευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπονομευμένος | η | υπονομευμένη | το | υπονομευμένο |
| γενική | του | υπονομευμένου | της | υπονομευμένης | του | υπονομευμένου |
| αιτιατική | τον | υπονομευμένο | την | υπονομευμένη | το | υπονομευμένο |
| κλητική | υπονομευμένε | υπονομευμένη | υπονομευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπονομευμένοι | οι | υπονομευμένες | τα | υπονομευμένα |
| γενική | των | υπονομευμένων | των | υπονομευμένων | των | υπονομευμένων |
| αιτιατική | τους | υπονομευμένους | τις | υπονομευμένες | τα | υπονομευμένα |
| κλητική | υπονομευμένοι | υπονομευμένες | υπονομευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπονομευμένος <
Μετοχή
υπονομευμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπονομεύω
- ↪} Με υπονομευμένες τις δημοκρατικές διαδικασίες, οι Απριλιανοί πέτυχαν πιο εύκολα το στόχο τους.
- → δείτε τη λέξη υπονομεύω
Μεταφράσεις
υπονομευμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.