υπονομευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπονομευτής οι υπονομευτές
      γενική του υπονομευτή των υπονομευτών
    αιτιατική τον υπονομευτή τους υπονομευτές
     κλητική υπονομευτή υπονομευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπονομευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπονομευτής (εργάτης υπονόμων) < ὑπονομεύ{ω} + -τής < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπό + νέμω. Η σύγχρονη σημασία κατά το ρήμα υπονομεύω. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.no.meˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπονομευτής

Ουσιαστικό

υπονομευτής αρσενικό (θηλυκό υπονομεύτρια)

  • αυτός που υπονομεύει, που με δόλιο τρόπο προσπαθεί να προκαλέσει ζημιά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.