υπομονητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπομονητικός | η | υπομονητική | το | υπομονητικό |
| γενική | του | υπομονητικού | της | υπομονητικής | του | υπομονητικού |
| αιτιατική | τον | υπομονητικό | την | υπομονητική | το | υπομονητικό |
| κλητική | υπομονητικέ | υπομονητική | υπομονητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπομονητικοί | οι | υπομονητικές | τα | υπομονητικά |
| γενική | των | υπομονητικών | των | υπομονητικών | των | υπομονητικών |
| αιτιατική | τους | υπομονητικούς | τις | υπομονητικές | τα | υπομονητικά |
| κλητική | υπομονητικοί | υπομονητικές | υπομονητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπομονητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομονητικός < ὑπομένω
Μεταφράσεις
υπομονητικός
|
→ δείτε τη λέξη υπομονετικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.