υπολογίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπολογίσιμος | η | υπολογίσιμη | το | υπολογίσιμο |
| γενική | του | υπολογίσιμου | της | υπολογίσιμης | του | υπολογίσιμου |
| αιτιατική | τον | υπολογίσιμο | την | υπολογίσιμη | το | υπολογίσιμο |
| κλητική | υπολογίσιμε | υπολογίσιμη | υπολογίσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπολογίσιμοι | οι | υπολογίσιμες | τα | υπολογίσιμα |
| γενική | των | υπολογίσιμων | των | υπολογίσιμων | των | υπολογίσιμων |
| αιτιατική | τους | υπολογίσιμους | τις | υπολογίσιμες | τα | υπολογίσιμα |
| κλητική | υπολογίσιμοι | υπολογίσιμες | υπολογίσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
υπολογίσιμος
- που είναι δυνατόν να υπολογιστεί
- (μεταφορικά) που πρέπει να τον λάβουμε υπόψη μας, σημαντικός
Συγγενικά
- υπολογισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις υπολογίζω και λόγος
Μεταφράσεις
υπολογίσιμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.