quantifiable
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| quantifiable | quantifiables |
quantifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ποσοτικοποιήσιμος (el), η ποσοτικοποιήσιμη (el), το ποσοτικοποιήσιμο (el), υπολογίσιμος
- του οποίου η ποσότητα μπορεί να υπολογιστεί, να μετρηθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.