υποκατάστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποκατάστατος η υποκατάστατη το υποκατάστατο
      γενική του υποκατάστατου της υποκατάστατης του υποκατάστατου
    αιτιατική τον υποκατάστατο την υποκατάστατη το υποκατάστατο
     κλητική υποκατάστατε υποκατάστατη υποκατάστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποκατάστατοι οι υποκατάστατες τα υποκατάστατα
      γενική των υποκατάστατων των υποκατάστατων των υποκατάστατων
    αιτιατική τους υποκατάστατους τις υποκατάστατες τα υποκατάστατα
     κλητική υποκατάστατοι υποκατάστατες υποκατάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποκατάστατος < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστατος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.kaˈta.sta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποκατάστατος

Επίθετο

υποκατάστατος, -η, -ο

  1. που υποκαθιστά κάποιον ή κάτι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υποκατάστατο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.