εξαρτησιογόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαρτησιογόνος η εξαρτησιογόνος
& εξαρτησιογόνα
το εξαρτησιογόνο
      γενική του εξαρτησιογόνου της εξαρτησιογόνου
& εξαρτησιογόνας
του εξαρτησιογόνου
    αιτιατική τον εξαρτησιογόνο την εξαρτησιογόνο
& εξαρτησιογόνα
το εξαρτησιογόνο
     κλητική εξαρτησιογόνε εξαρτησιογόνε
& εξαρτησιογόνα
εξαρτησιογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαρτησιογόνοι οι εξαρτησιογόνοι
& εξαρτησιογόνες
τα εξαρτησιογόνα
      γενική των εξαρτησιογόνων των εξαρτησιογόνων των εξαρτησιογόνων
    αιτιατική τους εξαρτησιογόνους τις εξαρτησιογόνους
& εξαρτησιογόνες
τα εξαρτησιογόνα
     κλητική εξαρτησιογόνοι εξαρτησιογόνοι
& εξαρτησιογόνες
εξαρτησιογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαρτησιογόνος < εξάρτηση + -γόνος (< γεννώ)

Επίθετο

εξαρτησιογόνος -ος/-α -ο

  • που προκαλεί εξάρτηση, εθισμό
    το αλκοόλ και η νικοτίνη είναι εξαρτησιογόνες ουσίες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.