υποδαύλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδαύλιση οι υποδαυλίσεις
      γενική της υποδαύλισης* των υποδαυλίσεων
    αιτιατική την υποδαύλιση τις υποδαυλίσεις
     κλητική υποδαύλιση υποδαυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδαυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποδαύλιση < υποδαυλίζω + -ση

Ουσιαστικό

υποδαύλιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.