υπογονιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπογονιμότητα οι υπογονιμότητες
      γενική της υπογονιμότητας των υπογονιμοτήτων
    αιτιατική την υπογονιμότητα τις υπογονιμότητες
     κλητική υπογονιμότητα υπογονιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπογονιμότητα οι υπογονιμότητες
      γενική της υπογονιμότητας των υπογονιμοτητών
    αιτιατική την υπογονιμότητα τις υπογονιμότητες
     κλητική υπογονιμότητα υπογονιμότητες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπογονιμότητα < υπογόνιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

υπογονιμότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.