υποβολιμαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποβολιμαίος | η | υποβολιμαία | το | υποβολιμαίο |
| γενική | του | υποβολιμαίου | της | υποβολιμαίας | του | υποβολιμαίου |
| αιτιατική | τον | υποβολιμαίο | την | υποβολιμαία | το | υποβολιμαίο |
| κλητική | υποβολιμαίε | υποβολιμαία | υποβολιμαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποβολιμαίοι | οι | υποβολιμαίες | τα | υποβολιμαία |
| γενική | των | υποβολιμαίων | των | υποβολιμαίων | των | υποβολιμαίων |
| αιτιατική | τους | υποβολιμαίους | τις | υποβολιμαίες | τα | υποβολιμαία |
| κλητική | υποβολιμαίοι | υποβολιμαίες | υποβολιμαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποβολιμαίος < αρχαία ελληνική ὑποβολιμαῖος < ὑποβολή < ὑποβάλλω < ὑπό + βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷl̥-ne-h₁- < *gʷelH- (βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.vo.liˈme.os/
Συγγενικά
- υποβολιμαία
- → δείτε τις λέξεις υποβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
υποβολιμαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.