ὑποβολιμαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑποβολιμαῖος | τὸ ὑποβολιμαῖον | οἱ, αἱ ὑποβολιμαῖοι | τὰ ὑποβολιμαῖα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὑποβολιμαίου | τοῦ ὑποβολιμαίου | τῶν ὑποβολιμαίων | τῶν ὑποβολιμαίων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὑποβολιμαίῳ | τῷ ὑποβολιμαίῳ | τοῖς, ταῖς ὑποβολιμαίοις | τοῖς ὑποβολιμαίοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑποβολιμαῖον | τὸ ὑποβολιμαῖον | τοὺς, τὰς ὑποβολιμαίους | τὰ ὑποβολιμαῖα |
| Κλητική | ὑποβολιμαῖε | ὑποβολιμαῖον | ὑποβολιμαῖοι | ὑποβολιμαῖα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑποβολιμαίω | |||
| Γενική-Δοτική | ὑποβολιμαίοιν | |||
Επίθετο
ὑποβολιμαῖος, -ος, -ον
- που δίνεται κρυφά, για να αντικαταστήσει κάποιο γνήσιο (για νόθα τέκνα)
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) μη γνήσιος, ψεύτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.