υπερτονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερτονισμός | οι | υπερτονισμοί |
| γενική | του | υπερτονισμού | των | υπερτονισμών |
| αιτιατική | τον | υπερτονισμό | τους | υπερτονισμούς |
| κλητική | υπερτονισμέ | υπερτονισμοί | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υπερτονισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερτονίζω, ο υπερβολικός τονισμός
Μεταφράσεις
υπερτονισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.