υπερτονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερτονίζω < υπερ- + τονίζω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overstress[1] [2])
Ρήμα
υπερτονίζω, αόρ.: υπερτόνισα, παθ.φωνή: υπερτονίζομαι, π.αόρ.: υπερτονίστηκα, μτχ.π.π.: υπερτονισμένος
Συγγενικά
- υπερτονισμός
- → δείτε τις λέξεις υπέρτονος, υπέρ, τόνος και τείνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερτονίζω | υπερτόνιζα | θα υπερτονίζω | να υπερτονίζω | υπερτονίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερτονίζεις | υπερτόνιζες | θα υπερτονίζεις | να υπερτονίζεις | υπερτόνιζε | |
| γ' ενικ. | υπερτονίζει | υπερτόνιζε | θα υπερτονίζει | να υπερτονίζει | ||
| α' πληθ. | υπερτονίζουμε | υπερτονίζαμε | θα υπερτονίζουμε | να υπερτονίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερτονίζετε | υπερτονίζατε | θα υπερτονίζετε | να υπερτονίζετε | υπερτονίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερτονίζουν(ε) | υπερτόνιζαν υπερτονίζαν(ε) |
θα υπερτονίζουν(ε) | να υπερτονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερτόνισα | θα υπερτονίσω | να υπερτονίσω | υπερτονίσει | ||
| β' ενικ. | υπερτόνισες | θα υπερτονίσεις | να υπερτονίσεις | υπερτόνισε | ||
| γ' ενικ. | υπερτόνισε | θα υπερτονίσει | να υπερτονίσει | |||
| α' πληθ. | υπερτονίσαμε | θα υπερτονίσουμε | να υπερτονίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερτονίσατε | θα υπερτονίσετε | να υπερτονίσετε | υπερτονίστε | ||
| γ' πληθ. | υπερτόνισαν υπερτονίσαν(ε) |
θα υπερτονίσουν(ε) | να υπερτονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερτονίσει | είχα υπερτονίσει | θα έχω υπερτονίσει | να έχω υπερτονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερτονίσει | είχες υπερτονίσει | θα έχεις υπερτονίσει | να έχεις υπερτονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερτονίσει | είχε υπερτονίσει | θα έχει υπερτονίσει | να έχει υπερτονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερτονίσει | είχαμε υπερτονίσει | θα έχουμε υπερτονίσει | να έχουμε υπερτονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερτονίσει | είχατε υπερτονίσει | θα έχετε υπερτονίσει | να έχετε υπερτονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερτονίσει | είχαν υπερτονίσει | θα έχουν υπερτονίσει | να έχουν υπερτονίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερτονίζομαι | υπερτονιζόμουν(α) | θα υπερτονίζομαι | να υπερτονίζομαι | ||
| β' ενικ. | υπερτονίζεσαι | υπερτονιζόσουν(α) | θα υπερτονίζεσαι | να υπερτονίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | υπερτονίζεται | υπερτονιζόταν(ε) | θα υπερτονίζεται | να υπερτονίζεται | ||
| α' πληθ. | υπερτονιζόμαστε | υπερτονιζόμαστε υπερτονιζόμασταν |
θα υπερτονιζόμαστε | να υπερτονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερτονίζεστε | υπερτονιζόσαστε υπερτονιζόσασταν |
θα υπερτονίζεστε | να υπερτονίζεστε | (υπερτονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | υπερτονίζονται | υπερτονίζονταν υπερτονιζόντουσαν |
θα υπερτονίζονται | να υπερτονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερτονίστηκα | θα υπερτονιστώ | να υπερτονιστώ | υπερτονιστεί | ||
| β' ενικ. | υπερτονίστηκες | θα υπερτονιστείς | να υπερτονιστείς | υπερτονίσου | ||
| γ' ενικ. | υπερτονίστηκε | θα υπερτονιστεί | να υπερτονιστεί | |||
| α' πληθ. | υπερτονιστήκαμε | θα υπερτονιστούμε | να υπερτονιστούμε | |||
| β' πληθ. | υπερτονιστήκατε | θα υπερτονιστείτε | να υπερτονιστείτε | υπερτονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερτονίστηκαν υπερτονιστήκαν(ε) |
θα υπερτονιστούν(ε) | να υπερτονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερτονιστεί | είχα υπερτονιστεί | θα έχω υπερτονιστεί | να έχω υπερτονιστεί | υπερτονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερτονιστεί | είχες υπερτονιστεί | θα έχεις υπερτονιστεί | να έχεις υπερτονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερτονιστεί | είχε υπερτονιστεί | θα έχει υπερτονιστεί | να έχει υπερτονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερτονιστεί | είχαμε υπερτονιστεί | θα έχουμε υπερτονιστεί | να έχουμε υπερτονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερτονιστεί | είχατε υπερτονιστεί | θα έχετε υπερτονιστεί | να έχετε υπερτονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερτονιστεί | είχαν υπερτονιστεί | θα έχουν υπερτονιστεί | να έχουν υπερτονιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπερτονισμένος - είμαστε, είστε, είναι υπερτονισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπερτονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπερτονισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπερτονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπερτονισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπερτονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπερτονισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
υπερτονίζω
|
|
Αναφορές
- υπερτονίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.