υπερτονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερτονίζω < υπερ- + τονίζω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overstress[1] [2])

Ρήμα

υπερτονίζω, αόρ.: υπερτόνισα, παθ.φωνή: υπερτονίζομαι, π.αόρ.: υπερτονίστηκα, μτχ.π.π.: υπερτονισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υπερτονίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.