υπεργολάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | υπεργολάβος | οι | υπεργολάβοι |
| γενική | του/της | υπεργολάβου | των | υπεργολάβων |
| αιτιατική | τον/την | υπεργολάβο | τους/τις | υπεργολάβους |
| κλητική | υπεργολάβε | υπεργολάβοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεργολάβος < υπ- + εργο- + λάβος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική subcontractor
Ουσιαστικό
υπεργολάβος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- υπεργολαβία
- υπεργολαβικά
Μεταφράσεις
υπεργολάβος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.