υπεργολαβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεργολαβία | οι | υπεργολαβίες |
| γενική | της | υπεργολαβίας | των | υπεργολαβιών |
| αιτιατική | την | υπεργολαβία | τις | υπεργολαβίες |
| κλητική | υπεργολαβία | υπεργολαβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεργολαβία < υπεργολάβος + -ία
Μεταφράσεις
υπεργολαβία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.