οντολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οντολογικός | η | οντολογική | το | οντολογικό |
| γενική | του | οντολογικού | της | οντολογικής | του | οντολογικού |
| αιτιατική | τον | οντολογικό | την | οντολογική | το | οντολογικό |
| κλητική | οντολογικέ | οντολογική | οντολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οντολογικοί | οι | οντολογικές | τα | οντολογικά |
| γενική | των | οντολογικών | των | οντολογικών | των | οντολογικών |
| αιτιατική | τους | οντολογικούς | τις | οντολογικές | τα | οντολογικά |
| κλητική | οντολογικοί | οντολογικές | οντολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οντολογικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική ontologique < ontologie (οντολογ(ία) + -ique (-ικός)
Συγγενικά
- οντολογικά (οντολογικώς)
- οντολογία
- → και δείτε τη λέξη ον
Μεταφράσεις
οντολογικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.