ανυπακοή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανυπακοή | οι | ανυπακοές |
| γενική | της | ανυπακοής | των | ανυπακοών |
| αιτιατική | την | ανυπακοή | τις | ανυπακοές |
| κλητική | ανυπακοή | ανυπακοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανυπάκουος
- και → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
ανυπακοή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.