ανυπακοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυπακοή οι ανυπακοές
      γενική της ανυπακοής των ανυπακοών
    αιτιατική την ανυπακοή τις ανυπακοές
     κλητική ανυπακοή ανυπακοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανυπακοή < αν- στερητικό + υπακοή

Ουσιαστικό

ανυπακοή θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.