υμενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υμενικός η υμενική το υμενικό
      γενική του υμενικού της υμενικής του υμενικού
    αιτιατική τον υμενικό την υμενική το υμενικό
     κλητική υμενικέ υμενική υμενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υμενικοί οι υμενικές τα υμενικά
      γενική των υμενικών των υμενικών των υμενικών
    αιτιατική τους υμενικούς τις υμενικές τα υμενικά
     κλητική υμενικοί υμενικές υμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υμενικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υμενικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.