υδρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδρόφιλος | η | υδρόφιλη | το | υδρόφιλο |
| γενική | του | υδρόφιλου | της | υδρόφιλης | του | υδρόφιλου |
| αιτιατική | τον | υδρόφιλο | την | υδρόφιλη | το | υδρόφιλο |
| κλητική | υδρόφιλε | υδρόφιλη | υδρόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδρόφιλοι | οι | υδρόφιλες | τα | υδρόφιλα |
| γενική | των | υδρόφιλων | των | υδρόφιλων | των | υδρόφιλων |
| αιτιατική | τους | υδρόφιλους | τις | υδρόφιλες | τα | υδρόφιλα |
| κλητική | υδρόφιλοι | υδρόφιλες | υδρόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrophile < αρχαία ελληνική ὕδωρ + φίλος, αναλύεται σε υδρό- + -φιλος
Επίθετο
υδρόφιλος -η/-ος -ο
- που «αγαπάει» ή έχει την τάση να απορροφά το νερό
- βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός
- Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
- (βοτανική) που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο νερό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
που απορροφά το νερό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.