υδροφιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδροφιλία | οι | υδροφιλίες |
| γενική | της | υδροφιλίας | των | υδροφιλιών |
| αιτιατική | την | υδροφιλία | τις | υδροφιλίες |
| κλητική | υδροφιλία | υδροφιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.