υδρόφοβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδρόφοβος | η | υδρόφοβη | το | υδρόφοβο |
| γενική | του | υδρόφοβου | της | υδρόφοβης | του | υδρόφοβου |
| αιτιατική | τον | υδρόφοβο | την | υδρόφοβη | το | υδρόφοβο |
| κλητική | υδρόφοβε | υδρόφοβη | υδρόφοβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδρόφοβοι | οι | υδρόφοβες | τα | υδρόφοβα |
| γενική | των | υδρόφοβων | των | υδρόφοβων | των | υδρόφοβων |
| αιτιατική | τους | υδρόφοβους | τις | υδρόφοβες | τα | υδρόφοβα |
| κλητική | υδρόφοβοι | υδρόφοβες | υδρόφοβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδρόφοβος < αρχαία ελληνική ὑδρόφοβος
Επίθετο
υδρόφοβος
Μεταφράσεις
υδρόφοβος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.