υγραεριοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υγραεριοφόρος | η | υγραεριοφόρα & υγραεριοφόρος |
το | υγραεριοφόρο |
| γενική | του | υγραεριοφόρου | της | υγραεριοφόρας & υγραεριοφόρου |
του | υγραεριοφόρου |
| αιτιατική | τον | υγραεριοφόρο | την | υγραεριοφόρα & υγραεριοφόρο |
το | υγραεριοφόρο |
| κλητική | υγραεριοφόρε | υγραεριοφόρα & υγραεριοφόρε |
υγραεριοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υγραεριοφόροι | οι | υγραεριοφόρες & υγραεριοφόροι |
τα | υγραεριοφόρα |
| γενική | των | υγραεριοφόρων | των | υγραεριοφόρων | των | υγραεριοφόρων |
| αιτιατική | τους | υγραεριοφόρους | τις | υγραεριοφόρες & υγραεριοφόρους |
τα | υγραεριοφόρα |
| κλητική | υγραεριοφόροι | υγραεριοφόρες & υγραεριοφόροι |
υγραεριοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υγραεριοφόρος (νεολογισμός) < υγραέρι(ο) + -ο- + -φόρος (< φέρω) < υγρ- + αεριο- + -φόρος
- Όπως στο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, υγραεριοφόρο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ɣɾa.e.ɾi.oˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γρα‐ε‐ρι‐ο‐φό‐ρος
Επίθετο
υγραεριοφόρος, -α/ος, -ο
Συνώνυμα
Παράγωγα
- υγραεριοφόρο (ουδέτερο)
Μεταφράσεις
που μεταφέρει υγραέριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.