υγραεριοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγραεριοφόρο τα υγραεριοφόρα
      γενική του υγραεριοφόρου των υγραεριοφόρων
    αιτιατική το υγραεριοφόρο τα υγραεριοφόρα
     κλητική υγραεριοφόρο υγραεριοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγραεριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υγραεριοφόρος· εννοείται το ουσιαστικό πλοίο. Μορφολογικά αναλύεται σε υγραέρι(ο) + -ο- + φόρο, υγρ- + αεριο- + -φόρο.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɣɾa.e.ɾi.oˈfo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγραεριοφόρο

Ουσιαστικό

υγραεριοφόρο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) ειδικός τύπος δεξαμενόπλοιου μεταφοράς αερίων σε υγρή μορφή
      To πλοίο ανήκε στην κατηγορία των ειδικών πλοίων (υγραεριοφόρο – «αεράδικο») και ήταν κατασκευασμένο για να μεταφέρει υγροποιημένα αέρια πετρελαίου.
    Αριθμός Απόφασης 758/2018, Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα. 21 Δεκεμβρίου 2018. πρόσβαση:2023.11.04.
    άλλες μορφές: υγραεριοφόρο πλοίο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υγραεριοφόρο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του υγραεριοφόρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υγραεριοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.