αεράδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αεράδικο | τα | αεράδικα |
| γενική | του | αεράδικου | των | αεράδικων |
| αιτιατική | το | αεράδικο | τα | αεράδικα |
| κλητική | αεράδικο | αεράδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεράδικο (νεολογισμός) < αέρ(ιο) + -άδικο, απόδοση για την αγγλική gas carrier (ή gas tanker) κατά το γκαζάδικο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.eˈɾa.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
αεράδικο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ανεπίσημο) συνώνυμο του υγραεριοφόρο, το υγραεριοφόρο πλοίο
- ※ To πλοίο ανήκε στην κατηγορία των ειδικών πλοίων (υγραεριοφόρο – «αεράδικο») και ήταν κατασκευασμένο για να μεταφέρει υγροποιημένα αέρια πετρελαίου.
- Αριθμός Απόφασης 758/2018, Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα. 21 Δεκεμβρίου 2018. πρόσβαση:2023.11.04.
- ※ To πλοίο ανήκε στην κατηγορία των ειδικών πλοίων (υγραεριοφόρο – «αεράδικο») και ήταν κατασκευασμένο για να μεταφέρει υγροποιημένα αέρια πετρελαίου.
Μεταφράσεις
αεράδικο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.