καθαριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καθαριστήρας | οι | καθαριστήρες |
| γενική | του | καθαριστήρα | των | καθαριστήρων |
| αιτιατική | τον | καθαριστήρα | τους | καθαριστήρες |
| κλητική | καθαριστήρα | καθαριστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- αεροκαθαριστήρας
- ατμοκαθαριστήρας
- υαλοκαθαριστήρας
- → δείτε τις λέξεις καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
καθαριστήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.