υάλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υάλινος | η | υάλινη | το | υάλινο |
| γενική | του | υάλινου | της | υάλινης | του | υάλινου |
| αιτιατική | τον | υάλινο | την | υάλινη | το | υάλινο |
| κλητική | υάλινε | υάλινη | υάλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υάλινοι | οι | υάλινες | τα | υάλινα |
| γενική | των | υάλινων | των | υάλινων | των | υάλινων |
| αιτιατική | τους | υάλινους | τις | υάλινες | τα | υάλινα |
| κλητική | υάλινοι | υάλινες | υάλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
υάλινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑάλινος < ὕαλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈa.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ά‐λι‐νος
Συνώνυμα
Πηγές
- υάλινος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.