υαλικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | υαλικά | ||
| γενική | των | υαλικών | ||
| αιτιατική | τα | υαλικά | ||
| κλητική | υαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
υαλικά < (καθαρεύουσα) ὑαλικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑαλικός στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
υαλικά
|
→ δείτε τη λέξη γυαλικά |
Ετυμολογία 2
υαλικά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υαλικό, ουδέτερο του υαλικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.