τσουλούφι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσουλούφι | τα | τσουλούφια |
| γενική | του | τσουλουφιού | των | τσουλουφιών |
| αιτιατική | το | τσουλούφι | τα | τσουλούφια |
| κλητική | τσουλούφι | τσουλούφια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουλούφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zülüf < γαλλική زلف (zülüf) < περσική زلف (zulf)
Ουσιαστικό
τσουλούφι ουδέτερο
- τζουλούφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.