kâkül

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kâkül < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική کاکل < περσική کاکل (kâkol) < προέλευσης από μογγολικές γλώσσες
Kâküllü bir kadın
Μια γυναίκα με τσουλούφι.

Προφορά

ΔΦΑ : /caːˈcʏl/

Ουσιαστικό

kâkül (tr)

Κλίση

Παράγωγα

  • kâküllü (με τσουλούφι)
  • kâkülsüz (χωρίς τσουλούφι)

Πηγές

  • kâkül - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • kâkül -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.