τσουγκρανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσουγκρανιά | οι | τσουγκρανιές |
| γενική | της | τσουγκρανιάς | των | τσουγκρανιών |
| αιτιατική | την | τσουγκρανιά | τις | τσουγκρανιές |
| κλητική | τσουγκρανιά | τσουγκρανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουγκρανιά < τσουγκράνα + -ιά
Μεταφράσεις
τσουγκρανιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.