τσιγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)

τσιγαρίζοντας μανιτάρια
Ετυμολογία
- τσιγαρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετική cigar / ιταλικά zigare < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.ɣaˈɾi.zo/
Ρήμα
τσιγαρίζω (παθητική φωνή: τσιγαρίζομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τσιγαρίζω | τσιγάριζα | θα τσιγαρίζω | να τσιγαρίζω | τσιγαρίζοντας | |
| β' ενικ. | τσιγαρίζεις | τσιγάριζες | θα τσιγαρίζεις | να τσιγαρίζεις | τσιγάριζε | |
| γ' ενικ. | τσιγαρίζει | τσιγάριζε | θα τσιγαρίζει | να τσιγαρίζει | ||
| α' πληθ. | τσιγαρίζουμε | τσιγαρίζαμε | θα τσιγαρίζουμε | να τσιγαρίζουμε | ||
| β' πληθ. | τσιγαρίζετε | τσιγαρίζατε | θα τσιγαρίζετε | να τσιγαρίζετε | τσιγαρίζετε | |
| γ' πληθ. | τσιγαρίζουν(ε) | τσιγάριζαν τσιγαρίζαν(ε) |
θα τσιγαρίζουν(ε) | να τσιγαρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τσιγάρισα | θα τσιγαρίσω | να τσιγαρίσω | τσιγαρίσει | ||
| β' ενικ. | τσιγάρισες | θα τσιγαρίσεις | να τσιγαρίσεις | τσιγάρισε | ||
| γ' ενικ. | τσιγάρισε | θα τσιγαρίσει | να τσιγαρίσει | |||
| α' πληθ. | τσιγαρίσαμε | θα τσιγαρίσουμε | να τσιγαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | τσιγαρίσατε | θα τσιγαρίσετε | να τσιγαρίσετε | τσιγαρίστε | ||
| γ' πληθ. | τσιγάρισαν τσιγαρίσαν(ε) |
θα τσιγαρίσουν(ε) | να τσιγαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τσιγαρίσει | είχα τσιγαρίσει | θα έχω τσιγαρίσει | να έχω τσιγαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τσιγαρίσει | είχες τσιγαρίσει | θα έχεις τσιγαρίσει | να έχεις τσιγαρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τσιγαρίσει | είχε τσιγαρίσει | θα έχει τσιγαρίσει | να έχει τσιγαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τσιγαρίσει | είχαμε τσιγαρίσει | θα έχουμε τσιγαρίσει | να έχουμε τσιγαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τσιγαρίσει | είχατε τσιγαρίσει | θα έχετε τσιγαρίσει | να έχετε τσιγαρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τσιγαρίσει | είχαν τσιγαρίσει | θα έχουν τσιγαρίσει | να έχουν τσιγαρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.