τσιγαρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιγαρίδα οι τσιγαρίδες
      γενική της τσιγαρίδας των τσιγαρίδων
    αιτιατική την τσιγαρίδα τις τσιγαρίδες
     κλητική τσιγαρίδα τσιγαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιγαρίδα < τσιγαρ(ίζω) + -ίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡si.ɣaˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσιγαρίδα

Ουσιαστικό

τσιγαρίδα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) είδος φαγητού από τηγανισμένο χοιρινό λίπος ή κρέας
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) λεπτός άνθρωπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.