ατσιγάριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσιγάριστος η ατσιγάριστη το ατσιγάριστο
      γενική του ατσιγάριστου της ατσιγάριστης του ατσιγάριστου
    αιτιατική τον ατσιγάριστο την ατσιγάριστη το ατσιγάριστο
     κλητική ατσιγάριστε ατσιγάριστη ατσιγάριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσιγάριστοι οι ατσιγάριστες τα ατσιγάριστα
      γενική των ατσιγάριστων των ατσιγάριστων των ατσιγάριστων
    αιτιατική τους ατσιγάριστους τις ατσιγάριστες τα ατσιγάριστα
     κλητική ατσιγάριστοι ατσιγάριστες ατσιγάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατσιγάριστος < α- + τσιγαρισ (τσιγαρίζω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετική cigar / ιταλικά zigare ('ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.t͡siˈɣa.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατσιγάριστος

Επίθετο

ατσιγάριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.