τσιγαρίδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι τσιγαρίδες
      γενική των τσιγαρίδων
    αιτιατική τις τσιγαρίδες
     κλητική τσιγαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιγαρίδες < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσιγαρίδες θηλυκό στον πληθυντικό (γαστρονομία)

  1. μικρά κομμάτια χοιρινού κρέατος που διατηρούνται σε λίπος
  2. μικρά κομμάτια ψωμιού που μαγειρεύονται με τραχανά (τραχανάς με τσιγαρίδες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.