τσαρλατάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαρλατάνος | οι | τσαρλατάνοι |
| γενική | του | τσαρλατάνου | των | τσαρλατάνων |
| αιτιατική | τον | τσαρλατάνο | τους | τσαρλατάνους |
| κλητική | τσαρλατάνε | τσαρλατάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαρλατάνος < μεσαιωνική ελληνική τσαρλατάνος < ιταλική ciarlatano / παλαιά ιταλική ciarlatano < ciarlatore (φλύαρος) + cerretano ((κυριολεκτικά) κάτοικος του Cerreto, (κατ’ επέκταση) ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης)
Ουσιαστικό
τσαρλατάνος αρσενικό
- αυτός που προσποιείται ότι έχει μαγικές ικανότητες ή γνώσεις γύρω από τη θεραπεία ασθενειών
- γιατρός χωρίς επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο και κατάρτιση
- (γενικότερα) απατεώνας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.