ψευτογιατρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευτογιατρός | οι | ψευτογιατροί |
| γενική | του | ψευτογιατρού | των | ψευτογιατρών |
| αιτιατική | τον | ψευτογιατρό | τους | ψευτογιατρούς |
| κλητική | ψευτογιατρέ | ψευτογιατροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευτογιατρός αρσενικό
- ο κακός γιατρός, αυτός που δεν ξέρει καλά τη δουλειά του, που ίσως δεν ασκεί κανονικά και συχνά το επάγγελμα και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν γιατρός
- αυτός που αντιποιεί το επάγγελμα του γιατρού, που παριστάνει το γιατρό χωρίς να έχει το αντίστοιχο πτυχίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.