τσαρλατανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαρλατανιά οι τσαρλατανιές
      γενική της τσαρλατανιάς των τσαρλατανιών
    αιτιατική την τσαρλατανιά τις τσαρλατανιές
     κλητική τσαρλατανιά τσαρλατανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαρλατανιά < τσαρλατάν(ος) + -ιά

Ουσιαστικό

τσαρλατανιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.