τσαπράζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαπράζι τα τσαπράζια
      γενική του τσαπραζιού των τσαπραζιών
    αιτιατική το τσαπράζι τα τσαπράζια
     κλητική τσαπράζι τσαπράζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαπράζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çapraz (σταυρωτός, διασταυρούμενος) < περσική چپ راست (chap-rāst) < چپ (čap: αριστερά) + راست (râst: δεξιά)

Ουσιαστικό

τσαπράζι ουδέτερο

  1. (λαογραφία) κοσμήματα ανδρικά στην Κρήτη (παλιότερα στο Σούλι, στολίδια πολεμιστών), σύμβολα παλικαριάς, ηρωισμού ή πλούτου, συμπλέγματα ασημένιων ή και επίχρυσων αλυσίδων που τα φέρουν από τη μια ωμοπλάτη έως την άλλη και που συχνά διασταυρώνονται στο στήθος, συνδεόμενα καμιά φορά και με το ζωνάρι
    Από τη βάση της κόπιτσας εξαρτώνται τρεις σειρές αλυσίδες που καταλήγουν σε φλουριά και από πέντε σειρές αλυσίδες δεξιά-αριστερά, που συνδέονται με δύο συρματερές κόπτσες στολισμένες με κόκκινη πέτρα. Και οι δύο βασικές πλάκες του τσαπραζιού είναι ασταρωμένες, φέρουν δηλαδή στην πίσω όψη τους χυτή λεία πλάκα (κράμα ασημιού και άλλων μετάλλων). (*)
  2. ελαφριά κάμψη των δοντιών ενός πριονιού
    Αυτή η έκκαμψη των δοντιών λέγεται και τσαπράζι και πρέπει να γίνεται ομοιόμορφα σε όλα τα δόντια, πράγμα που το επιτυγχάνουμε με ειδικό εργαλείο, τον τσαπραζολόγο. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.