τσαπράζια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσαπράζια <από το τουρκικό Çapraẕ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τσαπράζια σειρά αργυρών κοσμημάτων σε σταυρωτό γιλέκο.
«Κίτσο μου, που είναι τ΄άρματα, που τα' χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;» Κλέφτικο δημοτικό τραγούδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.