τρυπανισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρυπανισμένος η τρυπανισμένη το τρυπανισμένο
      γενική του τρυπανισμένου της τρυπανισμένης του τρυπανισμένου
    αιτιατική τον τρυπανισμένο την τρυπανισμένη το τρυπανισμένο
     κλητική τρυπανισμένε τρυπανισμένη τρυπανισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρυπανισμένοι οι τρυπανισμένες τα τρυπανισμένα
      γενική των τρυπανισμένων των τρυπανισμένων των τρυπανισμένων
    αιτιατική τους τρυπανισμένους τις τρυπανισμένες τα τρυπανισμένα
     κλητική τρυπανισμένοι τρυπανισμένες τρυπανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρυπανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρυπανίζω

Μετοχή

τρυπανισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.