τροχονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τροχονόμος οι τροχονόμοι
      γενική του/της τροχονόμου των τροχονόμων
    αιτιατική τον/την τροχονόμο τους/τις τροχονόμους
     κλητική τροχονόμε τροχονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροχονόμος < τροχ(ός), τροχ(αία) + -ο- + -νόμος κατά το αστυνόμος[1]

Ουσιαστικό

τροχονόμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) μέλος του τμήματος τροχαίας της αστυνομίας, ένστολος επιφορτισμένος με το έργο της τήρησης της κίνησης στους δημόσιους δρόμους
  2. σχολικός τροχονόμος: υπάλληλος ή εθελοντής που επιβλέπει την ασφαλή διάβαση δρόμων με τροχαία κυκλοφορία από παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο τους
  3. (παρωχημένο, συνεκδοχικά) η διασταύρωση στην οποία υπήρχε ειδικό ανοικτό κουβούκλιο για τροχονόμους
    Το τέρμα των λεωφορείων της Κηφισιάς είναι στον τροχονόμο, την πλατεία.

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.