κουβούκλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουβούκλιο | τα | κουβούκλια |
| γενική | του | κουβούκλιου | των | κουβούκλιων |
| αιτιατική | το | κουβούκλιο | τα | κουβούκλια |
| κλητική | κουβούκλιο | κουβούκλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προέρχεται από τη λατινική λέξη cubiculum, της οποίας αποτελεί υποκοριστικό
Ουσιαστικό
κουβούκλιο ουδέτερο
- μικρός θόλος ο οποίος στηρίζεται σε λεπτές κολόνες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.