τροφοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφοδοσία οι τροφοδοσίες
      γενική της τροφοδοσίας των τροφοδοσιών
    αιτιατική την τροφοδοσία τις τροφοδοσίες
     κλητική τροφοδοσία τροφοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροφοδοσία < τροφή + -ο- + -δοσία

Ουσιαστικό

τροφοδοσία θηλυκό

  1. η παροχή τροφίμων
  2. (κατ’ επέκταση) η παροχή διαφόρων υλικών σε κάποιο άτομο, επιχείρηση ή ομάδα, ο ανεφοδιασμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.