τριετηρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριετηρίς αἱ τριετηρίδες
      γενική τῆς τριετηρίδος τῶν τριετηρίδων
      δοτική τῇ τριετηρίδ ταῖς τριετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τριετηρίδ τὰς τριετηρίδᾰς
     κλητική ! τριετηρίς* τριετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  τριετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριετηρίς < τρι- + -ετηρίς < τριέτηρος. Σε επιθετική λειτουργία και ουσιαστικοποιημένο: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως περίοδος, ἑορτή.

Ουσιαστικό

τριετηρίς, -ίδος θηλυκό

  1. (σε επιθετική λειτουργία) τριετής, που γίνεται κάθε τρία έτη (εννοείται ἑορτή)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τριετηρίδα (εννοείται περίοδος)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.